εγκαλώ

εγκαλώ
εγκαλώ βλ. πίν. 76 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαλώ — εγκάλεσα, εγκαλέστηκα, εγκαλεσμένος, κινώ αγωγή, καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαλῶ — ἐγκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγκαλέω call in pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐγκαλέω call in fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐγκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγκαλέω call in pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεγκαλώ — ἐπεγκαλῶ, έω (Α) [εγκαλώ] κατηγορώ, εγκαλώ, εκφέρω κατηγορία εναντίον κάποιου («πάρεισι μὲν γὰρ οἷς ἐπεγκαλώ», Λυσ.) …   Dictionary of Greek

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek

  • ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] …   Dictionary of Greek

  • διεγκαλώ — διεγκαλῶ ( έω) (AM) [εγκαλώ] 1. ενάγω 2. κατηγορώ στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • εγκληματίζω — (Μ ἐγκληματίζω) νεοελλ. διαπράττω έγκλημα μσν. εγκαλώ …   Dictionary of Greek

  • εγκληματεύω — ἐγκληματεύω (Μ) εγκαλώ …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”